Λέξεις κλειδιά
Τύπος προγράμματος
Προπτυχιακά
Μεταπτυχιακά
Σεμινάρια
Υποτροφίες
Επιπλέον χαρακτηριστικά
Δωρεάν
e-learning
Επιδοτούμενο
Με υποτροφία
Κατηγορία προγράμματος
Πόλη
<

Σήμερα

>

Mon
Tue
Wed
Thu
Fri
Sat
Sun
Wed , 03 January 2018

Στον θαυμαστό κόσμο των χαρισματικών παιδιών

...

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει για χαρισματικά και ταλαντούχα παιδιά. Θεωρούμε ίσως ότι τα παιδιά αυτά θα επιτύχουν στη ζωή τους, γιατί είναι προικισμένα. Σίγουρα ακόμα, κάποιοι από εμάς έχουν δει ένα παιδί-διάνοια να δυστυχεί και η πορεία του να μην είναι η αναμενόμενη. Πώς είναι στ’ αλήθεια στην καθημερινότητά του ένα τέτοιο παιδί; Πώς το ίδιο βιώνει την ιδιαιτερότητά του; Μήπως έχει την ανάγκη ειδικής μεταχείρισης τόσο από τους γονείς, όσο και από τους εκπαιδευτικούς; Και αν ναι, τότε τι γίνεται στην πράξη και ποιος είναι ο ρόλος της πολιτείας θεσμικά όσον αφορά στην εκπαίδευση αυτών των παιδιών;

Συναντήσαμε τη Δρ. Κατερίνα Γκαρή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η κα Γκαρή είναι Πρόεδρος της μη-κερδοσκοπικής εταιρείας «Ελληνική Εταιρεία για την Προαγωγή της Εκπαίδευσης των Δημιουργικών/ Χαρισματικών/ Ταλαντούχων Παιδιών και Εφήβων», εκπρόσωπος για την Ελλάδα της «European Council for High Ability» (ECHA) και Διευθύντρια του Kέντρου Ανάπτυξης της Δημιουργικότητας.

Με τη βοήθειά της, στη συνέντευξή μας, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα και να προσεγγίσουμε λίγο τον κόσμο του παιδιού-θαύματος.

Κα Γκαρή πώς είναι ένα χαρισματικό παιδί; Μπορούμε να έχουμε κάποια στοιχεία προφίλ;

Είναι το παιδί που μαθαίνει με ταχύτατο ρυθμό σε σχέση με παιδιά της ηλικίας του και είναι πιο πολύπλοκη η αντίληψή του. Τώρα, από εκεί και πέρα για να δώσουμε και μερικά ειδικότερα στοιχεία, θα λέγαμε ότι είναι ένα παιδί που μοιάζει με σφουγγάρι, ρουφάει τη γνώση, όπου κι αν τη βρει, και μάλιστα με πολύ μεγάλη προθυμία. Μιλάμε βέβαια για όλες τις αναπτυξιακές ηλικίες, από το νήπιο μέχρι και το τέλος της εφηβείας. Είναι ένα παιδί που βλέπεις ότι έχει αγωνία να μάθει, ρωτάει διαρκώς, ψάχνει στη βιβλιογραφία ποικίλων θεμάτων. Ταυτόχρονα έχει πολλά ενδιαφέροντα, δηλαδή δεν του αρκεί να μάθει μόνο για το σύμπαν, για παράδειγμα. Θέλει να μάθει και για το ανθρώπινο σώμα. Είναι το νήπιο που σε ξαφνιάζει. Ρωτάει πράγματα που στην ηλικία του δεν τα περιμένεις. Έχει χιούμορ. Έχει αίσθηση δικαίου, θέλει να φτιάξει έναν καλό, έναν τέλειο κόσμο, που σημαίνει ότι έχει ανησυχίες, που θα έλεγα, ότι προάγουν κάθε άτομο που σχετίζεται μαζί τους. Το λεξιλόγιό του είναι πάρα πολύ πλούσιο, μη αναμενόμενο για την εκάστοτε ηλικία του, ενώ έχει και ανεπτυγμένες επικοινωνιακές δεξιότητες, στις οποίες περνάει ο λεκτικός πλούτος. Πολύ συχνά, τα παιδιά αυτά αναδεικνύονται ηγέτες στις ομάδες που μετέχουν στο παιχνίδι ή στην τάξη. Επομένως, συχνά τα χαρακτηρίζει ένα προφίλ ηγέτη. Όλο αυτό που συμβαίνει είναι μαγικό. Να πούμε βέβαια ότι μιλάμε για την πλειοψηφία των παιδιών αυτών και όχι για όλα τα παιδιά.

Από ποια ηλικία μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι ένα παιδί μπορεί να είναι χαρισματικό;

Στο προνήπιο αρχίζουμε να έχουμε υποψίες ως γονείς. Εκεί γύρω στα τέσσερα έτη, το συζητάμε με τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό στο προνήπιο που σίγουρα θα έχει και άλλες ενδείξεις από τη ζωή του παιδιού στο σχολείο. Σ’ εκείνη τη φάση μιλάμε για την ανάγκη έγκαιρης διάγνωσης.

Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό ο εκπαιδευτικός να γνωρίζει. Είναι όμως ενημερωμένος;

Την αφύπνιση του γονιού, όταν το παιδί έχει ιδιαιτερότητες, θα τη φέρει ο εκπαιδευτικός. Ο γονιός τον ακούει ευκολότερα απ’ όσο εμπιστεύεται τη δική του διαίσθηση. Η αλληλεπίδραση με τον γονιό, η πρώτη καθοδήγηση και η μετέπειτα συνεργασία τους είναι πολύ σημαντικά. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί σε προσωπικό επίπεδο μπορούν να εξατομικεύσουν τη δουλειά τους ως εκπαιδευτικοί στη διδακτική πράξη και να συναντήσουν τις ανάγκες αυτού του παιδιού με υψηλές ικανότητες. Όχι ζητώντας περισσότερη δουλειά. Το αίτημα δεν είναι να δίνει περισσότερες, αλλά διαφορετικές ασκήσεις στο χαρισματικό παιδί. Βέβαια, είναι πολλές φορές που οι εκπαιδευτικοί δεν αντιλαμβάνονται την ιδιαιτερότητα των αναγκών του μαθητή, γιατί δεν έχουν τα κριτήρια. Δυστυχώς, για την ενημέρωση και τη σχετική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δεν έχουν γίνει συστηματικές προσπάθειες. Επομένως, κάποιοι που ενδιαφέρθηκαν σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να έχουν αποκτήσει κάποιες γνώσεις. Είναι λίγοι όμως. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει έλλειμμα ως προς το ζήτημα αυτό, των υψηλών ικανοτήτων.

Σύμφωνα με τις περιγραφές σας, προκύπτει η αίσθηση ότι τα χαρισματικά παιδιά ταυτόχρονα κουβαλούν κι ένα φορτίο. Αυτά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ελλοχεύουν κινδύνους όσον αφορά στην ψυχολογική τους υγεία κατά την εξέλιξή τους;

Το παιδί διαπιστώνει μεγαλώνοντας, ότι αυτό το χάρισμα το έχει μόνο εκείνο και όχι η πλειοψηφία των παιδιών που είναι γύρω του. Και αυτό χρειάζεται βοήθεια για να το διαχειριστεί. Είναι δύσκολο να νιώθεις διαφορετικός -ακόμα και αν είσαι θετικά διαφορετικός- και να μπορείς να το εντάξεις στη ζωή σου μόνο με θετικό τρόπο. Επομένως, εκεί χρειάζεται το παιδί να το καταλάβει, να το αποδεχτεί και να το αποδεχτούν και οι γονείς φυσικά, καθώς και οι σημαντικοί ενήλικες στο περιβάλλον του. Να προσθέσω ότι στο κοινωνικό και στο συναισθηματικό κομμάτι της ανάπτυξής του-και όχι στο γνωστικό- είναι ένα παιδί της ηλικίας του. Δηλαδή, αυτά τα δύο κομμάτια, της κοινωνικότητας και της συναισθηματικής ανάπτυξης, δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τη γοργή γνωστική ανάπτυξη και την πολυπλοκότητα της κατανόησης του κόσμου. Αυτή η δυσαρμονία μπορεί να του προκαλέσει προβλήματα. Άρα η αποδοχή, για την οποία μίλησα πριν, φαίνεται τώρα γιατί είναι τόσο σημαντική. Διότι εκεί που θα πρέπει να αντιμετωπίζεις τον μαθητή υψηλών ικανοτήτων σαν έναν «μικρό σοφό», την ίδια στιγμή θα έχει συναισθηματικές αντιδράσεις μικρού παιδιού και κοινωνικά θα έχει την ανάγκη να κάνει παρέα στην παιδική χαρά με συνομήλικα παιδιά. Αν τα άλλα παιδιά νιώθει ότι δεν το καταλαβαίνουν, εκεί χρειάζεται βοήθεια για να τα καταφέρει. Διαφορετικά, σταδιακά, μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στις κοινωνικές του συναναστροφές. Ποιες είναι αυτές; Nα κρύβει τα χαρίσματά του, να απομονωθεί ίσως, να γίνει σε κάποιες περιπτώσεις υπερφίαλο και να βλέπει υποτιμητικά τα άλλα παιδιά, να γίνει αντιπαθητικό.

Μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα παιδί ταυτόχρονα χαρίσματα και μαθησιακές δυσκολίες μαζί με κάποια αναπτυξιακή διαταραχή;

Ένα ποσοστό των παιδιών με ικανότητες μπορεί να παρουσιάσει διαταραχή με τη μορφή μαθησιακών δυσκολιών, και μάλιστα ειδικών μαθησιακών δυσκολιών που έχουν μπροστά τους το πρόθημα -δυσ-, όπως για παράδειγμα, δυσγραφία, δυσορθογραφία, δυσαναγνωσία. Ένα μικρό ποσοστό ακόμα, μπορεί να έχει χαρακτηριστικά υψηλής λειτουργικότητας στο φάσμα του αυτισμού ή της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). Αυτές οι περιπτώσεις μέσα στον πληθυσμό των χαρισματικών παιδιών είναι πάντως ένα μικρό ποσοστό, το οποίο είναι όμως ένα δύσκολο ποσοστό και θέλει ειδικά προγράμματα στην εκπαίδευση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τα παιδιά που εντάσσονται στο φάσμα του αυτισμού τα παιδιά με υψηλές ή πολύ υψηλές ικανότητες δεν ξεπερνούν το 10%. Και για τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες το ποσοστό μπορεί να είναι παρόμοιο.

Διαφοροποιούνται οι κλίσεις αυτών των παιδιών ανάλογα με τη χαρισματική τους ιδιαιτερότητα;

Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες να διαφοροποιηθούν οι χαρισματικοί μαθητές. Εμείς θα δούμε τις πιο θεμελιώδεις. Υπάρχουν λοιπόν, οι γενικά χαρισματικοί που τους λέμε ακαδημαϊκά χαρισματικούς ή καλύτερα «σχολικά» χαρισματικούς. Είναι τα παιδιά αυτά που στο σχολείο τα καταφέρνουν πάντα και παντού εύκολα. Είναι δημοφιλή, αναδεικνύονται ηγέτες, έχουν καλή σχολική επίδοση. Υπάρχει ακόμα και η κατηγορία των δημιουργικά χαρισματικών. Αυτοί οι μαθητές δεν είναι υποχρεωτικό να τα καταφέρνουν όλα πολύ καλά στο σχολείο, γιατί το «σαράκι» που έχουν είναι η δημιουργικότητα, η πρωτοτυπία και ο πλούτος των ιδεών. Αυτό είναι λίγο κουραστικό ως προφίλ στην εκπαιδευτική κοινότητα. Δεν γίνεται αμέσως αποδεκτό. Μια επιπλέον δύσκολη κατηγορία είναι οι χαρισματικοί με υψηλές ικανότητες που δεν έχουν όμως και ανάλογες με τις ικανότητές τους επιδόσεις. Είναι δηλαδή οι μαθητές που αποδίδουν στα μαθήματά τους όχι μόνο λιγότερο από το δυναμικό που φαίνεται να έχουν, αλλά κάποιες φορές και κάτω από τον μέσο όρο των μαθητών της ηλικίας τους.

Όσον αφορά στο ποσοστό των χαρισματικών παιδιών στο μαθητικό πληθυσμό, πώς θα μπορούσατε να μας διαφωτίσετε;

Αυτό το κρίνουμε ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε για τον προσδιορισμό κάποιου παιδιού ως χαρισματικού. Αν τα κριτήριά μας είναι αυστηρά, έχουμε δηλαδή πολύ συγκεκριμένα ψυχομετρικά εργαλεία, προκειμένου να προσδιορίσουμε τις υψηλές του ικανότητες, μπορεί να είμαστε μέχρι 1% με 2% στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού της αντίστοιχης ηλικιακής φάσης. Αν είναι πιο χαλαρά, οι έρευνες συνήθως δείχνουν μέχρι το 5% του μαθητικού πληθυσμού της αντίστοιχης ηλικιακής φάσης. Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός, βλέπουμε ότι διάφορες χώρες τείνουν προς τη χαλάρωση των κριτηρίων και όχι προς το να τα κάνουν πιο αυστηρά. Η σκέψη είναι απλή: ας δώσουμε ευκαιρίες στα παιδιά που κάποια ικανότητα ή δεξιότητα μας φαίνεται ότι εκφράζεται σε πολύ υψηλά επιτεύγματα. Ας δώσουμε δηλαδή ευκαιρίες σε περισσότερα παιδιά. Καλύτερα σε περισσότερα παιδιά, παρά σε λιγότερα. Επομένως, «ξεχειλώνει» με θετικό τρόπο το ποσοστό των παιδιών με χαρίσματα και ταλέντα και έχει φτάσει και στο 10% επί του συνολικού μαθητικού πληθυσμού και σε πιο ακραία ποσοστά, όπως στο 25%.

Αναφέρατε προηγουμένως τη συμμετοχή των χαρισματικών παιδιών σε κάποιο πρόγραμμα. Για τι είδους πρόγραμμα μιλάμε;

Μιλάμε για εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Δηλαδή, όπως η εκπαίδευση έχει φτιάξει προγράμματα για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, θα ήταν αναμενόμενο να έχει κάνει το ίδιο και για παιδιά με υψηλές ικανότητες. Εφόσον μιλάμε για σχολεία ίσων ευκαιριών, θα πρέπει πράγματι όλα τα παιδιά με όποιες ικανότητες κι αν έχουν, χαμηλές ή υψηλές, να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να βρουν ανταπόκριση οι ανάγκες τους. Ωστόσο, αυτά τα παιδιά δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες, έχουν λιγότερες από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας τους. Υπάρχει μια διάχυτη προκατάληψη που λέει ότι αυτά τα παιδιά «τα προίκισε η φύση» και άρα μόνα τους θα τα καταφέρουν. Οπότε, ή δεν κάνουμε τίποτα γι’ αυτά, ή κάνουμε ελάχιστα, κατά περίπτωση.

Στη χώρα μας δηλαδή δεν υπάρχει κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για χαρισματικά παιδιά;

Στην Ελλάδα δεν έχουμε κανένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Έχουμε μια νομοθεσία για την ειδική αγωγή που πήρε μια κάποια μορφή το 2008 και η οποία αποδέχεται την παρουσία αυτών των παιδιών με ικανότητες που αναπτύσσονται με διαφορετικό ρυθμό στο σχολείο σε σύγκριση με τα συνομήλικα παιδιά, όπως είπα και πριν. Επίσης, προβλέπεται στον ίδιο νόμο ότι το υπουργείο Παιδείας μπορεί να καλέσει τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα να σχεδιάσουν προγράμματα για αυτά τα παιδιά. Σταματήσαμε εκεί από τότε. Δεν έγινε κάτι περαιτέρω.

Σε πρακτικό επίπεδο έχει γίνει κάτι σε αυτό το πεδίο στη χώρα μας τελικά;

Το μόνο που έγινε είναι ότι πριν από δύο χρόνια, ιδρύθηκε το κέντρο για ταλαντούχα παιδιά, στο Κολλέγιο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης. Το κέντρο αυτό προσφέρει εκπαίδευση, πέρα από το σχολικό πρόγραμμα, με τη μορφή καλοκαιρινών μαθημάτων, ή με τη μορφή διαδικτυακής συμμετοχής σε μαθήματα. Η προσπάθεια αυτή χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) και πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του υπουργείου Παιδείας. Επομένως, θα λέγαμε ότι είναι ο μόνος θεσμός που μέχρι στιγμής υπάρχει για ταλαντούχα παιδιά.

Και στο εξωτερικό τι γίνεται;

Τόσο οι δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, όσο και οι ανατολικές χώρες της Ευρώπης έχουν προγράμματα για αυτά τα παιδιά στη δημόσια εκπαίδευση. Και όχι μόνο προγράμματα για τους εκπαιδευτικούς, αλλά και προγράμματα διάγνωσης και ψυχολογικής υποστήριξης των παιδιών αυτών, μέσω της παρουσίας κέντρων που έχουν αυτό τον ειδικό σκοπό και δεν είναι ιδιωτικά. Επομένως, η χώρα μας αποτελεί εξαίρεση, καθότι δεν έχει τέτοιου είδους προγράμματα.

Μολαταύτα θεωρείτε ότι αρχίζει και ωριμάζει η ανάγκη στη χώρα μας; Ότι είμαστε πιο έτοιμοι να προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους αλλαγές προς όφελος των παιδιών αυτών, στα πλαίσια της επίσημης εκπαίδευσης;

Αν λάβουμε υπόψη ότι υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο, ότι υπάρχει μια πρώτη απόπειρα στο κέντρο για χαρισματικά και ταλαντούχα παιδιά, στο «Ανατόλια», υπό την αιγίδα μάλιστα του υπουργείου Παιδείας, νομίζω ότι είμαστε πιο έτοιμοι απ’ ότι ήμασταν στο παρελθόν.

Κα Γκαρή είστε πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Ελληνική Εταιρεία για την Προαγωγή της Εκπαίδευσης των Δημιουργικών/Χαρισματικών/Ταλαντούχων Παιδιών και Εφήβων». Πείτε μας δυο λόγια για την εταιρεία. Πότε ιδρύθηκε;

Η εταιρεία αυτή υπάρχει εδώ και δέκα χρόνια περίπου. Συστάθηκε με αφορμή ένα συνέδριο της ευρωπαϊκής εταιρείας για το θέμα αυτό (European Council for High ability), το 2002. Κάποιοι από εμάς που σήμερα είμαστε ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Εταιρείας, ήμασταν στην οργανωτική επιτροπή. Τέθηκε λοιπόν ανοιχτά στο συνέδριο εκείνο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όλη η προβληματική κι αποφασίσαμε στη συνέχεια να προχωρήσουμε στην ίδρυση της εταιρείας. Σήμερα είμαστε περίπου πενήντα μέλη. Βασικά οργανώναμε επιστημονικές συναντήσεις, μία με δύο φορές τον χρόνο, με θεματική γύρω από τα χαρισματικά παιδιά, καλώντας εκπαιδευτικούς, παιδαγωγούς, ψυχολόγους και γονείς να συμμετάσχουν. Η προσέλευση ήταν αισθητή. Τελευταία, απευθυνόμαστε ξεχωριστά σε γονείς και εκπαιδευτικούς, θεωρώντας ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνουμε υπόψη τις διαφορετικές τους ανάγκες.

Κλείνοντας θα θέλατε να μας πείτε τη δική σας άποψη όσον αφορά στο γιατί έχουμε μείνει τόσο πίσω στον τομέα αυτό;

Μπορεί να έχει να κάνει και με τις αξίες μας. Ίσως υπάρχει η στρεβλή αντίληψη ότι φροντίζοντας αυτά τα παιδιά κινδυνεύουμε να φτιάξουμε μια ελίτ μαθητών. Στο σημείο αυτό, το θέμα μπορεί ίσως να αγγίζει τις δημοκρατικές ευαισθησίες μας: αφού θέλουμε ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, πώς μπορούμε «αντιδημοκρατικά» να εκπαιδεύουμε με καλύτερους όρους αυτούς που είναι ήδη προικισμένοι; Φοβάμαι ότι τέτοιου είδους στάσεις φέρνουν τα εμπόδια. Η απάντηση όμως σε αυτές τις στάσεις είναι ότι ως εκπαιδευτικοί και ως γονείς οφείλουμε να απαντάμε στις ανάγκες όλων των παιδιών, με τις ιδιαιτερότητές τους, όποιες κι αν είναι αυτές, είτε πρόκειται για χαμηλές ικανότητες, είτε για υψηλές. Όλα τα εγχειρίδια της ψυχοπαιδαγωγικής αντιμετώπισης των μαθητών μιλούν για την ανάγκη να κατανοούμε όλα τα ατομικά χαρακτηριστικά του μαθητή. Δηλαδή, ο δάσκαλος να μπορεί ν’ αφουγκράζεται τις ανάγκες όλων των μαθητών του και να προσαρμόζει αναλόγως τη διδασκαλία του. Γι’ αυτό και τελευταία μιλάμε όλο και περισσότερο για διαφοροποιημένη διδασκαλία. Αυτά τα παιδιά γιατί θα πρέπει να εξαιρεθούν; Είναι πράγματι άξιο απορίας. Γιατί μέχρι τώρα εξαιρούνται και τα αφήνουμε μόνα μπροστά στον κίνδυνο να μπαίνουν σε επικίνδυνες φάσεις ζωής κατά την ανάπτυξή τους; Έπειτα ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα εκπληκτικό δυναμικό σε κάθε χώρα, ανθρώπους που έχουν εξαιρετικές ικανότητες. Δεν είναι κοινωνικά ωφέλιμο να τους φροντίσουμε; Για το καλό τόσο των ίδιων, όσο και της ομάδας ή των ομάδων στις οποίες ανήκουν; το καλό της ίδιας της χώρας στην οποία είναι πολίτες;

Μίνα Βασιλοπούλου,
Υπεύθυνη Δημοσιογραφικού Περιεχομένου skywalker.gr

Copyright ©2015-2020 skywalker.gr | Developed with RORM 2 Framework